- δίπηχος
- -η, -ο και δίπηχυς, -υ (AM δίπηχυς, -υ και διπηχυαῑος -α, -ον)αυτός που έχει μήκος δύο πήχεων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δίπηχος — η, ο αυτός που έχει μήκος δύο πήχεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)